- επιδίφριος
- ἐπιδίφριος, -ον (AM)αυτός που κάθεται σε σκαμνί την ώρα τής δουλειάς του, τεχνίτης, εργάτηςμσν.χυδαίος, αγενήςαρχ.1. αυτός που βρίσκεται πάνω στον δίφρο («ἐπιδίφρια δῶρα»)2. φρ. «τέχνη ἐπιδίφριος» — χειρωνακτικό, καθιστικό επάγγελμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίφριος (< δίφρος «κάθισμα»)].
Dictionary of Greek. 2013.